- ηλεκτρογόνος
- elektrik üreten
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ηλεκτρογόνος — ο αυτός που παράγει ηλεκτρισμό, ο ηλεκτροπαραγωγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρο * + γονος (< γίγνομαι), πρβλ. δακρυ γόνος, ζωο γόνος] … Dictionary of Greek
ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… … Dictionary of Greek